περιουσία

περιουσία
Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε πρόσωπο έχει π. (και όταν ακόμα αυτή αποτελείται μόνο από χρέη) και δεν μπορεί να έχει περισσότερο από μία, αφού σ’ αυτή συγκλίνουν όλες οι οικονομικές της σχέσεις. Με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται ο όρος στο άρθρο 367 Α.Κ. (“σύμβασις μεταβιβάσεως της ενεστώσης περιουσίας”). Στο δημόσιο δίκαιο, ο όρος π. περιλάμβανα δύο μεγάλες κατηγορίες: τα δημόσια κτήματα και την ιδιαίτερη περιουσία του δημόσιου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία περιλαμβάνονται όλα τα κτήματα, τα οποία ούτε κοινόχρηστα είναι ούτε προορίζονται από τη φύση τους για την εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, αλλά υπάγονται με ευρεία έννοια στην ιδιοκτησία του Δημοσίου και του αποφέρουν, κατ’ αρχήν, εισόδημα, κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αν φυσικά δεν διατίθενται από το ίδιο το Δημόσιο προς εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών. Ειδικότερα, σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται οι λεγόμενες “Εθνικαί γαίαι” που περιήλθαν στο ελληνικό κράτος ως διάδοχο του οθωμανικού, τα εγκαταλελειμμένα κτήματα ιδιωτών που καταλαμβάνει το Δημόσιο (αν.ν. 1539/1938), κτήματα Μουσουλμάνων της ανταλλαγής, υπηκόων εχθρικών κρατών, προϊόντα δημεύσεων (π.χ. Μ΄ ψηφίσματος του 1948), εγκαταλειμμένοι θησαυροί, προϊόντα “σχολαζουσών” κληρονομιών. Τα στοιχεία αυτά της π. του κράτους δεν υπόκεινται σε παραγραφή ούτε σε διεκδικητική αγωγή και η νομή τους προστατεύεται ιδιαίτερα (δεν χωρούν προσωρινά μέτρα). Ο νόμος διαγράφει περιορισμούς ως προς τη διάθεση και τον ειδικό τρόπο διαχείρισης των κτημάτων του δημοσίου (κατ’ αρχήν εκμίσθωση με δημοπρασία κλπ.). Εξάλλου, το Δημόσιο έχει ειδικά προνόμια κατά τη διαχείριση της ιδιωτικής του π. Με τον πολλαπλασιασμό των επεμβάσεων του κράτους (ή των αυτοδιοικούμενων οργανισμών δημοσίου δικαίου), στην οικονομική ζωή και ειδικότερα με τη δημιουργία δημόσιων επιχειρήσεων ή τη συμμετοχή σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, η έννοια της ιδιωτικής π. του Δημοσίου έχει προσλάβει στην εποχή μας μεγάλες προεκτάσεις. Και στον τομέα όμως αυτόν διατυπώνονται κανόνες και υπάρχουν περιορισμοί και προνόμια που τοποθετούν γενικά την κρατική π. σε ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ της καθαυτό ιδιωτικής και της καθαυτό δημόσιας ή κοινόχρηστης περιουσίας. Οικονομία. Στην οικονομία γίνεται λόγος περί εθνικής π. ή εθνικού πλούτου, για να υποδειχτεί το σύνολο των παραγωγικών μέσωι που βρίσκονται στη διάθεση της εθνικής οίκονομίας και από τα οποία προέρχεται κάθε χρόνο η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που αποτελούν εθνικό εισόδημα ή προϊόν. Περιουσία και εισόδημα είναι οι δύο όψεις της ίδιας οικονομικής πραγματικότητας: το εισόδημα είνα προϊόν της τωρινής εργασίας, ενώ η π. είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας κατά το παρελθόν. Ό,τι δεν καταναλώνεται σήμερα, αλλά ακινητοποιείται σε μέσα παραγωγής, θα προσδιορίσει το επίπεδο του αυριανού εισοδήματος όπως ακριβώς το σημερινό εισόδημα έχει προσδιοριστεί από τις παγιοποιήσεις των προηγούμενων γενεών. Αν η κοινότητα καταναλώνει κάθε χρόνο όλα εκείνα που παράγει πέρα από τις δαπάνες, η εθνική π. θα παρέμενε στάσιμη ως ποσότητα και ως ποιότητα. Αντίθετα, αφαιρώντας από την κατανάλωση ένα μέρος του εισοδήματος και επενδύοντάς το στην παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών (εγκαταστάσεις, μηχανές, δρόμοι, μεταφορικά μέσα κλπ.), κάθε γενιά επαυξάνει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά την π. της εθνικής κοινότητας, από την οποία προκύπτει στη συνέχεια ολοένα μεγαλύτερη ροή εισοδήματος. Στην εθνική π. περιλαμβάνονται τα μέσα παραγωγής που ανήκουν σε ιδιώτες: βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αγροτικά κτήματα, μεταφορικά μέσα, κλπ. και εκείνα που ανήκουν στο δημόσιο και διευκολύνουν και ολοκληρώνουν την παραγωγική δραστηριότητα των ιδιωτών, όπως είναι οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι λιμένες και οι υδραυλικές κατασκευές. Mε ευρύτερη έννοια περιλαμβάνονται επίσης στην π. πολλά άλλα μέσα, που συμβάλλουν στον σχηματισμό του εθνικού εισοδήματος, όπως είναι π.χ., οι φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές που βρίσκονται στη χώρα. Δεν υπάρχει λόγος, πραγματικά, να περιληφθεί στην εθνική περιουσία η τεχνητή διώρυγα και να αποκλειστεί ο πλωτός ποταμός, που εκτελεί την ίδια λειτουργία, ή να περιληφθεί ο ηλεκτρικός κινητήρας και όχι ο συνεχής άνεμος που κάνει να γυρίζουν τα φτερά ενός μύλου. ‘Οταν το πρόβλημα τεθεί με αυτούς τους όρους, γίνεται φανερό ότι η εθνική π. παύει να έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο να υπόκειται σε μέτρηση· γίνεται ένα σύνολο από υλικά και άυλα στοιχεία που διαφεύγουν από κάθε στατιστική απεικόνιση. Στην π. μπορούν να συμπεριληφθούν κατά συνέπεια και αυτά τα πνευματικά προσόντα και η ιδιοφυΐα ενός λαού, ο νομοθετικός μηχανισμός, το εκπαιδευτικό σύστημα, η διοίκηση, η δικαιοσύνη, η ασφάλεια των συνόρων και κάθε άλλο στοιχείο που άμεσα ή έμμεσα συμβάλλει ή υποβοηθεί την παραγωγική δραστηριότητα.
* * *
η, ΝΜΑ
1. τα ενσώματα υλικά αγαθά, το σύνολο τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο συγκεκριμένου δικαιούχου και είναι αποτιμητά σε χρήμα, το βιός (α. «μοίρασαν την πατρική τους περιουσία δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῑς τὰ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
2. φρ. «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, από το περίσσευμα τών γνώσεων κάποιου
νεοελλ.
1. (νομ.) α) (με ευρεία έννοια) το σύνολο τών αποτιμητών σε χρήμα έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου
β) (με στενότερη έννοια) το σύνολο τών αποτιμητών σε χρήμα δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου
2. φρ. α) «εκκλησιαστική περιουσία» — η ακίνητη και κινητή ιδιοκτησία τής Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη θεία λατρεία ή και με την ευρύτερη πνευματική αποστολή τής Εκκλησίας στον κόσμο
β) «μού στοίχισε μια περιουσία» — στοίχισε πολύ ακριβά
μσν.-αρχ.
1. πλεόνασμα, περίσσευμα («ὥστε οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», Θουκ.)
2. παροχή, δυνατότητα («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», Ευστ.)
3. επιβίωση («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)
4. φρ. α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι είναι απαραίτητο
β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με αφθονία («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῡ»
γ) «μετὰ περιουσίας» ή «σὺν περιουσίᾳ» — με θάρρος, με δύναμη («τρυφὴν ἀτιμάζων μετὰ πολλῆς τῆς περιουσίας»
αρχ.
1. περιττή προσθήκη
2. υποστάθμη, κατακάθι
3. (για αριθμό ή δύναμη αντιπάλων) υπεροχή («νομίζων τῷ θ' ἑαυτῶν δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι», Θουκ.)
4. σωτηρία, διάσωση («τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσία τῶν φόβων ἀφηρημένων», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + οὐσία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιουσία — περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc/acc dual περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίᾳ — περιουσίαι , περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσία — η το σύνολο των υλικών αγαθών ενός ατόμου, τα υπάρχοντα, το βιος, τα πλούτη: Έφαγε ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιουσίας — περιουσίᾱς , περιουσία sum fem acc pl περιουσίᾱς , περιουσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίαι — περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας …   Dictionary of Greek

  • περιουσιάσας — περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem acc pl (doric) περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem gen sg (doric) περιουσιάσᾱς , περιουσιάζω have more than enough aor part act masc nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίαν — περιουσίᾱν , περιουσία sum fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιάσαι — περιουσιά̱σᾱͅ , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem dat sg (doric) περιουσιάζω have more than enough aor inf act περιουσιάσαῑ , περιουσιάζω have more than enough aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιῶν — περιουσία sum fem gen pl περιουσιάζω have more than enough fut part act masc voc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act neut nom/voc/acc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”